αιχμηρότητα

αιχμηρότητα
η [αιχμηρός]
το να είναι κάτι αιχμηρό, μυτερό, οξύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιχμηρός — ή, ό 1. μυτερός, οξύς, σουβλερός 2. δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιχμή. ΠΑΡ. αιχμηρότητα] …   Dictionary of Greek

  • επωκής — ἐπωκής, ές (Α) ο κάπως ξινός («φακῆ ἑφθὴ ἐπωκεστέρη τῷ ὄξει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωκής (< ηκή «οξύτητα, αιχμηρότητα»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ηκ ] …   Dictionary of Greek

  • οξύτητα — η (Α ὀξύτης, ητος) [οξύς] 1. (για πράγματα και σχήματα) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού οξέος, τού αιχμηρού, αιχμηρότητα 2. το να είναι κάτι έντονο, ισχυρό («η οξύτητα τού ήχου») 3. η ξινάδα, το όξινο («τὴν ὀξύτητα τοῡ οἴνου», Θεόφρ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σουβλεράδα — η, Ν η ιδιότητα τού σουβλερού, αιχμηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουβλερός + κατάλ. άδα* (Ι), πρβλ. φρονιμ άδα] …   Dictionary of Greek

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

  • φοξότης — ότητος, ἡ, ΜΑ [φοξός] η ιδιότητα τού φοξού, αιχμηρότητα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ντονέ, Μορίς — (Maurice Donnay, Παρίσι 1859 – 1945). Γάλλος κωμωδιογράφος. Τυπικός εκπρόσωπος της γαλλικής κοινωνίας του «τέλους του αιώνα», βρήκε στη θεατρική παραγωγή την πηγή της επιτυχίας, που το γαλλικό κοινό του πρόσφερε έως το τέλος της ζωής του. Η λεπτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”